παραβλάστημα

παραβλάστημα
παραβλάστημα
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παραβλάστημα — το, ΝΑ [παραβλαστάνω] η παραβλάστη …   Dictionary of Greek

  • παραβλαστήμασι — παραβλάστημα neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραβλαστήματα — παραβλάστημα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απόφυση — η (Α ἀπόφυσις) [φύω] 1. παραφυάδα, παραβλάστημα, παρακλάδι 2. προεξοχή ενός οργάνου («σκωληκοειδής απόφυση» του εντέρου, «μαστοειδής απόφυση» του κροταφικού οστού) …   Dictionary of Greek

  • νεόπους — νεόπους, ὁ (Μ) νέος βλαστός κλήματος, παραβλάστημα, βλαστάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + πούς] …   Dictionary of Greek

  • παραβλάστηση — η / παραβλάστησις ΝΑ [παραβλαστάνω] το παραβλάστημα …   Dictionary of Greek

  • παρακλάδι — το / παρακλάδιον, ΝΜ νεοελλ. 1. μικρό κλαδί που ξεφυτρώνει από τις μασχάλες τών φύλλων, παραφυάδα, παραβλάστημα, παραβλάσταρο 2. μτφ. καθετί που αποσχίζεται από ένα σύνολο ή από μια ενότητα και αποτελεί ξεχωριστό τμήμα με σχετική ή απόλυτη… …   Dictionary of Greek

  • παραφυλλίς — ίδος, ἡ, ΜΑ τρυφερός βλαστός δέντρου, παραφυάδα, και ιδίως παραβλάστημα κλήματος, βλαβερό στο κύριο στέλεχος τού φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράφυλλον + επίθημα ίς, ίδος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”